κεφαλικός

κεφαλικός
κεφᾰλ-ικός, ή, όν,
A of or for the head, of remedies, etc.,

κ. ἔμπλαστροι Dsc.3.88

, cf. Asclep. ap. Gal.13.543;

δυνάμεις Dsc.3.48

(v.l. κεφαλαλγικαῖς), cf. Arch.Pap. 4.270 (iii A.D.);

δέλτοι Gal.2.607

; κεφαλική, , name of a herb, Griffith <*> Thompson Demotic Magical Papyrus versoiv 10. Adv. -

κῶς

after the manner of a head,

Corp.Herm.10.11

.
II touching the head or life,

πράγματα PMag.Leid.V.5.13

; capital,

δίκη POxy.2104.15

(iii A.D.);

τιμωρία Rev.Bibl.35.285

([place name] Jerusalem), Cod.Just.1.12.3.2 (Theodosius II), Just.Nou.85.3.1; κίνδυνος ib.123.31. Adv. -κῶς, κολασθήσεσθαι to be punished capitally, Hdn.2.13.9;

τιμωρεῖσθαι Just. Nou.123.31

, cf. Cod.Just.9.4.6.4.
III belonging to an individual,

μερίς PMasp.151.89

(vi A.D.).
IV κ. σμίλη sharp, strong chisel, Gal.2.607.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεφαλικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλικός — ή, ό (ΑΜ κεφαλικός, ή, ον) [κεφαλή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στο κεφάλι (α. «κεφαλική φλέβα» β. «κεφαλικός δείκτης» ο λόγος τού μέγιστου μήκους προς το μέγιστο πλάτος τής κεφαλής πολλαπλασιαζόμενος επί εκατό γ. «κεφαλικοὶ… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κεφαλή: Η φλέβα αυτή είναι κεφαλική. 2. η φράση «κεφαλικός φόρος», ο φόρος που έβαζαν οι Τούρκοι στους ραγιάδες κατ άτομο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεφαλικά — κεφαλικός of neut nom/voc/acc pl κεφαλικά̱ , κεφαλικός of fem nom/voc/acc dual κεφαλικά̱ , κεφαλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλικῶν — κεφαλικός of fem gen pl κεφαλικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλικόν — κεφαλικός of masc acc sg κεφαλικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλικαῖς — κεφαλικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλικαί — κεφαλικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλικοῖσιν — κεφαλικός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλικοῦ — κεφαλικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλικούς — κεφαλικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”